- αεριόφως
- το -ωτος, το φως από το φωταέριο, το γκάζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεριόφως — ( ωτος), το 1. το φως που παράγεται από το φωταέριο 2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + φως απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight] … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αεριοφωτιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αεριόφως και τον αεριοφωτισμό … Dictionary of Greek
γκάζι — και γκαζ το 1. το αεριόφως, το φωταέριο 2. το εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου 3. περιοχή πορνείων κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου τής Αθήνας 4. φρ. «γυναίκα τού γκαζιού» πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaz] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φωταέριο — Μείγμα αερίων, κυρίως υδρογόνου και μεθανίου κ.ά., τα οποία παράγονται κατά την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η απόσταξη γίνεται με θέρμανση, σε 1.200° 1.300°C, των λιθανθράκων μέσα σε δοχεία πήλινα ή από χυτοσίδηρο και χωρίς την παρουσία αέρα.… … Dictionary of Greek